- διεπέφραδε
- διεπέφραδε: see διαφράζω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διεπέφραδε — διαφράζω show plainly aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέφραδ' — διεπέφραδε , διαφράζω show plainly aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)